- συναρμολόγημα
- το, Νκατασκευή που προήλθε από την αρμονική και επακριβή σύνδεση επιμέρους τμημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.